Ποιμαντική Eπιστολή του Σεβ. Εμμανουήλ για το Νοέμβριο 2020

Μέχρι πότε, Κύριε;

 

Κατά τον Μάρτιο αυτού του χρόνου, κατά τη στιγμή που ξέσπασε η μεγάλη παγκόσμια πανδημία, σας έγραψα μία εγκύκλιο επιστολή με τίτλο: “Όταν η επιδημία τελειώσει”. Στην επιστολή εκείνη σας προέτρεπα να ζείτε τη στιγμή του πόνου και του φόβου της δοκιμασίας των πρώτων εκείνων μηνών του έτους, του χειμώνα εκείνου που ήταν πολύ μακρύς, με την ελπίδα ότι η επιδημία θα ήταν ίσως όχι σύντομη, αλλά ασφαλώς περαστική. Σήμερα, στην αρχή του Νοεμβρίου 2020 μπροστά στις πόρτες του χειμώνα, μετά από στιγμές ευφορίας και αισιοδοξίας των καλοκαιρινών μηνών, βρισκόμαστε και πάλι μπροστά στο γκεμό μίας νέας “καραντίνας”. Είναι μία νέα “καραντίνα” για την οποία ευχόμαστε και ζητούμε ικετευτικά από τον Κύριο, να μην είναι σκληρή, ώστε να αποφύγουμε άλλους πόνους και αγωνίες οικογενειακού, κοινωνικού και οικονομικού χαρακτήρα, για τον πληθυσμό της Ελλάδος, και όλου του κόσμου εφόσον πρόκειται για μία παγκόσμια πανδημία. Ακόμα και ως Εκκλησία αισθανόμαστε σε δύσκολη θέση. Σχεδόν δεν κάνουμε πια κατήχηση, ή την κάνουμε περιορισμένη σε πρόσωπα και σε μέρες. Οι λειτουργικές μας γιορτές είναι περιορισμένες σε αριθμό και χώρο. Πως είναι η ζωή μας κατ’αυτήν την περίοδο; Η υποχρέωση να φοράτε τη μάσκα παντού αποκαταστάθηκε. Οφείλουμε ασφαλώς να είμαστε συνετοί. Πριν λίγο καιρό ένας συνάδελφος Επίσκοπος στην Ελλάδα μου έλεγε ενόψει αυτών των αναγκαίων αποφάσεων και επιθέσεων: “Πρέπει να είμαστε συνετοί, αλλά όχι δειλοί, όχι άνθρωποι  με λίγη πίστη”. Συμφωνώ ολότελα με αυτή τη φράση.

Η σημερινή κατάσταση γίνεται για όλη την ανθρωπότητα, και για μας τους χριστιανούς, τους καθολικούς χριστιανούς στην Ελλάδα, μία στιγμή δοκιμασίας, ίσως και απογοήτευσης και φόβου. Ελπίζαμε ότι η πανδημία θα τελείωνε το καλοκαίρι αλλά αυτή προεκτείνεται και όχι μόνο αλλά και αυξάνεται ο αριθμός των κρουσμάτων. Θα υποφέρουμε ακόμα πολύ από αυτή την πανδημία; Πρέπει να εγκαταληφθούμε ή να παραδοθούμε στην πανδημία αυτή για πολύ καιρό; Οι νεκροί στη χώρα μας δεν είναι υπερβολικοί αλλά μέχρι πότε θα διαρκέσει αυτή η κατάσταση; Και εμείς οι χριστιανοί, με την “παρησία” και την εμπιστοσύνη των παιδιών του Θεού, αναρωτιόμαστε μαζί με τον ψαλμωδό: “Μέχρι πότε Κύριε;” Δεν είμαστε δειλοί, ούτε άνθρωποι με λίγη πίστη μα υψώνουμε τη φωνή μας, φωνάζουμε προς τον Κύριο αυτήν την προσευχή μας: “Μέχρι πότε Κύριε;”

Πως πρέπει να ζούμε αυτή τη στιγμή της “συνεχιζόμενης και επεκτεινόμενης” πανδημίας, και επομένως μέχρι πότε θα συνεχίσουμε τα μέτρα της απαραίτητης προφύλαξης, που είναι απαραίτητο, ας μην το ξεχάσουμε!!: των αποστάσεων μέχρι και της απομόνωσης; Είναι σωστό να αναρωτιόμαστε στην προσευχή μας: “Μέχρι πότε Κύριε;” Συνειδητοποιούμε ότι η απάντηση βρίσκεται στον ίδιο τον Κύριο, στα δικά του χέρια, και στη θεία του πρόνοια για μας. Αλλά η απάντηση βρίσκεται και σ’ εμάς τους ίδιους, στον τρόπο με τον οποίο ζούμε αυτούς τους μήνες, που είναι τόσο μακρόχρονοι, πως ζούμε τα εμπόδια μέσα σε τόσα περιβάλλοντα, που τηρούμε τις επιταγές (τα προληπτικά μέτρα), που μας επιβάλλονται από τις αρμόδιες αρχές;

Δεν κατορθώσαμε ακόμα να επανέλθουμε στις λειτουργικές τελετές στην αριθμητική και φυσική τους κανονικότητα, μέσα στους χώρους που διαθέτουμε στις εκκλησίες μας.  Δεν απανήλθαμε ακόμα στις κατηχητικές συναντήσεις μας, έστω και εν μέρει ή με λιγότερες παρουσίες. Φοβούμαστε να οδηγήσουμε και πάλι τα παιδιά μας στην εκκλησία. Οι βαπτίσεις, οι γάμοι, οι κηδείες τελούνται σαν να είναι περιορισμένη ή κλεμμένη η χαρά των τελετών αυτών, τη χαρά να υποδεχόμαστε μία νέα ζωή στην ενορία μας, να χαιρετούμε την εδραίωση μία νέας οικογένειας, να δακρύζουμε  συνοδεύοντας ένα αγαπημένο πρόσωπο στην τελευταία του επίγεια κατοικία. Στις 14 Νοεμβρίου, η Καθολική Εκκλησία της Ελλάδος θα ζήσει ένα ωραιότατο γεγονός, ένα αληθινό δώρο από τον Κύριο, την επισκοπική χειροτονία του ιερέα π. Γεωργίου Αλτουβά, ως νέου Αρχιεπισκόπου Κερκύρας. θα είναι μία ιεροτελεστία ωραιότατη στην πίστη μας, αλλά εξωτερικά περιορισμένη στον αριθμό των πιστών που θα μπορούν να συμμετέχουν.

Πως να αντιμετωπίσουμε αυτά τα γεγονότα, κατά τους μήνες που έρχονται, οι οποίοι ίσως να μην είναι τόσο δραματικοί όπως κατά τον περασμένο χειμώνα στον αριθμό των ασθενών και ελπίζουμε στον αριθμό των θανάτων. Αλλά θα είναι μήνες οι οποίοι θα μας διατηρήσουν στην ανθρώπινη, οικογενειακή, κοινωνική οικονομική και πολιτική εκείνη αβεβαιότητα, η οποία παραλύει τη ζωή μας σε όλους τους τομείς της. Τώρα πια συνηθίζουμε να βλέπουμε και να κοιτάζουμε τους ανθρώπους στα μισά τους πρόσωπα, καλυμμένα από τις μικρές μάσκες. Είμαστε υποχρεωμένοι να βρισκόμαστε όχι κοντά ο ένας στον άλλο, αλλά διατηρώντας μία απόσταση ασφαλείας. Κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον με δυσπιστία, σαν ο άλλος να ήταν “μεταδότης” της ασθένειας σ’ εμάς (όπως μας λέει ο περίφημος συγγραφέας Μαντζόνι).

Προσπαθώ να ζω και να σας βοηθήσω να ζήσετε την παρούσα στιγμή κινούμενοι και εδραιωμένοι ασφαλώς στην ελπίδα, γιατί γνωρίζουμε για μας φροντίζει και μας οδηγεί Εκείνος, που είναι ο γιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας. Η ματιά του πατέρα και της μητέρας των παιδιών των αδελφών, των φίλων, του ιερέα, έχει μείνει η μισή φιμωμένη από ένα κομμάτι πανί, το οποίο ασφαλώς μας προστατεύει, αλλά είναι μία ματιά  από τις ματιές εκείνες, τις οποίες οφείλουμε να ερευνούμε στην ολότητά τους, στη σωστή διάσταση του πλησίον μας ως παιδιού αγαπημένου του Κυρίου, είτε αυτός ανήκει στην οικογένεια μας είτε όχι, είτε ανήκει στο έθνος μας, είτε όχι, είτει είναι συγγενής μας είτε άγνωστος, είτε συμπατριώτης μας είτε αλλοδαπός. Η μορφή του ενσαρκωμένου Κυρίου μας εμφανίζεται πάντοτε στην ματιά και στην καρδιά του πλησίον μας.

Οι μήνες που έρχονται μπροστά μας, θα είναι άραγε μήνες κατά τους οποίους πρέπει να προσπαθήσουμε να είμαστε πιστοί στα μικρά καθημερινά πράγματα, αυτά που μας βοηθούν να διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας, τις σχέσεις μας με τους άλλους τουλάχιστον με τη ματιά της ανοιχτής και συγγενικής καρδιάς μας; Θα είναι μήνες κατά τους οποίους οφείλουμε να είμαστε πιστοί στην προσευχή μας, προσωπική και εκκλησιολογική; Εννοώ τον εκκλησιασμό στις τελετές της Κυριακής, με τα όρια που είναι ακόμα απαραίτητα, αλλά επωφελούμενη από αυτά που μπορούμε να κάνουμε και προπάντων από αυτά που μπορούμε να κάνουμε και προπάντων από αυτά που μπορούμε να τελέσουμε και να ζήσουμε. Κατά τους μήνες που έρχονται οφείλουμε να βλέπουμε με ανοιχτή ματιά την αδελφική μας αγάπη προς όσους έχουν ανάγκη, προς τους γέροντες και προς τους αδύναμους. Με ανοιχτή ματιά προπάντων με τη ματιά της καρδιάς σημαίνει να απευθύνουμε ασφαλώς ένα λόγο ειρήνης, ένα λόγο συμφιλίωσης και ενθάρρυνσης όχι ένα λόγο πικρό, που να δημιουργεί διαιρέσεις που να βάζει στην καρδιά μας μάσκες για να κρύβουν τη χριστιανική μας οντότητα και την ανθρώπινη προσωπικότητά μας.  Στις οικογένειες μας, στις κοινότητες μας, στις ενορίες μας, όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες εκκλησιαστικής κοινωνίας και χωρίς μάσκες προσωπικών συμφερόντων, οφείλουμε να έχουμε μία ανοιχτή ματιά, τη ματιά του Ευαγγελίου του Κυρίου.

Ελπίζουμε ότι μπορούμε να συνεχίσουμε τον εκκλησιασμό  στις κυριακάτικες τελετές, οι οποίες είναι απαραίτητες και ζωοποιούν τη ζωή της πίστης μας. Αλλά ας μην λησμονούμε την προσωπική και οικογενειακή εκείνη προσευχή των Ψαλμών, την προσευχή της καρδιάς, την οποία σας συνιστώ, κατά τους μήνες αυτούς της χειμωνιάτικης πανδημίας. Για πολλούς από σας ήταν ασφαλώς μία νέα ανακάλυψη ή έστω και μία απλή ανακάλυψη αυτή η προσωπική προσευχή, η οποία πρέπει να καθοδηγεί και να υποστηρίζει τη χριστιανική μας ζωή.

Είθε ο Κύριος να μας χορηγήσει το σύντομο αυτό τέλος της πανδημίας. Είθε να μας αξιώσει να είμαστε άντρες και γυναίκες προσευχής, συμφιλίωσης, ώστε να μπορούμε να βλέπουμε τον πλησίον μας με ανοιχτή ματιά, με τη ματιά της καρδιάς, τη ματιά του Ευαγγελίου.

 

+ Ο ΚΑΡΚΑΒΙΑΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ

Αποστολικός Έξαρχος

 

©2017 Ελληνική Καθολική Εξαρχία elcathex.gr

Web Design by mare - Hosted by ATgroup